Τις σινοτουρκικές σχέσεις αναλύει η εφημερίδα Παραπολιτικά

Πηγή: China Radio International

Πηγή: China Radio International

Του Γιώργου Τζογόπουλου

Η πρόσφατη κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού από την Τουρκία δεν έχει αντίκτυπο μόνον στις διεθνείς εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Επηρεάζει, επίσης, τις γενικότερες περιφερειακές ισορροπίες αλλά και τo φύση των προληπτικών μέτρων που οι εμπλεκόμενες χώρες λαμβάνουν έτσι ώστε να ενισχύσουν την άμυνά τους. Η Τουρκία, για παράδειγμα, βρίσκεται τις τελευταίες μέρες σε αναζήτηση επιθετικών πυραύλων, μεγάλου βεληνεκούς, εύρους ως 3.000 χιλιομέτρων. Το θέμα αυτό απασχόλησε πρόσφατα την τουρκική εφημερίδα Today’s Zaman, η οποία φιλοξένησε άρθρο ενδεικτικό των προθέσεων του προέδρου της χώρας Ταγίπ Ερντογάν να αλλάξει δραματικά το στρατιωτικό δόγμα της. Ο Ερντογάν είναι της γνώμης ότι η Άγκυρα πρέπει να αποκτήσει όπλα παρόμοια με αυτά της Ρωσίας, του Ισραήλ και του Ιράν και κινείται προς αυτή ακριβώς την κατεύθυνση. Ο ίδιος πιστεύει πως από τη στιγμή που το Ισραήλ και το Ιράν δεν έχουν αντιμετωπίσει εμπόδια για την αγορά επιθετικών όπλων και η Ρωσία το έχει ήδη πράξει στη Συρία, τότε και η Τουρκία έχει κάθε δικαίωμα και πρέπει να ακολουθήσει το δρόμο αυτό.

Ο ρόλος της Κίνας

Εννέα μέρες πριν από την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού στις 24 Νοεμβρίου, η Τουρκία είχε ανακοινώσει επισήμως πως ακυρώνει την παραγγελία του πυραυλικού συστήματος Τ-Loramids από την Κίνα. Η αρχική συμφωνία είχε γίνει το 2013 και το ύψος του συμβολαίου θα έφθανε περίπου στα 4 δισεκατομμύρια δολάρια. Όπως ηταν φυσιολογικό, το ΝΑΤΟ – και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες – δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη στρατιωτική διείσδυση της Κίνας εντός μιας χώρας που είναι κράτος-μέλος της Συμμαχίας. Η βασική ανησυχία ήταν πως το Πεκίνο θα κατάφερνε να έχει πρόσβαση σε νατοϊκά μυστικά σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας συγκεκριμένων αντιπυραυλικών συστημάτων της Συμμαχίας. Παράλληλα, η κινεζική εταιρεία με την οποία θα συνεργαζόταν η Άγκυρα βρισκόταν στο στόχαστρο των Ηνωμένων Πολιτειών, με την κατηγορία πως είχε πουλήσει όπλα στο Ιράν, τη Συρία και τη Βόρειο Κορέα.

Από μία άλλη οπτική γωνία, ο λόγος ακύρωσης του προαναφερθέντος συμβολαίου δεν συνδέεται με την αμερικανική αντίδραση αλλά με τον τουρκικό εκνευρισμό πως η Κίνα δεν ήταν διατεθειμένη να προσφέρει την τεχνογνωσία της, ώστε η Τουρκία να μιμείται και να κατασκευάζει από μόνη της στο μέλλον τέτοιου είδους αμυντικά συστήματα. Προχωρώντας ακόμα παραπέρα, ίσως και να συνδέεται με τη γενικότερη αλλαγή προσέγγισης του Ερντογάν πως η Άγκυρα χρειάζεται πλέον επιθετικά όπλα, τα οποία θα πρέπει να αναπτύσσονται εντός τουρκικού εδάφους.

Μικρό παράθυρο                           

Παρά την ακύρωση της σινοτουρκικής στρατιωτικής συμφωνίας τον Νοέμβριο, λοιπόν, υπάρχει ακόμα ένα μικρό παράθυρο ανοιχτό ώστε Άγκυρα και Πεκίνο να συνεργαστούν στρατιωτικά σε διαφορετικό επίπεδο. Η Τουρκία, δηλαδή, ίσως αναγκαστεί να χτυπήσει την πόρτα της Κίνας για να αναπτύξει τους δικούς  της βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Και αυτό γιατί οι νατοϊκοί σύμμαχοι της Τουρκίας πολύ δύσκολα θα συνεργαστούν μαζί της για κάτι τέτοιο , ακόμα και αν ελλοχεύει ο κίνδυνος στρατιωτικής εμπλοκής του Πεκίνου σε διαφορετική περίπτωση. Ο βασικός λόγος είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το Ταγίπ Ερντογάν αλλά και το βασικό δόγμα της Συμμαχίας περί αμυντικής και όχι επιθετικής στήριξης της Τουρκίας.

Σινοτουρκικές σχέσεις

Πέρα από το στρατιωτικό επίπεδο πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι γενικότερες σχέσεις Κίνας-Τουρκίας είναι πολύ καλές. Η Τουρκία αποτελεί σημαντική χώρα στην προσπάθεια της Κίνας να αναβιώσει το Δρόμο του Μεταξιού δημιουργώντας εμπορικές και ναυτιλιακές διασυνδέσεις στην Ευρασία. Είναι, μάλιστα, πρόσφατη η αγορά από κινεζική κοινοπραξία, όπου συμμετέχει η COSCO, του τερματικού σταθμού Κούμπορτ στο λιμάνι Αμπαρλί της Κωνσταντινούπολης. Η συγκεκριμένη αγορά είχε θεωρηθεί, μάλιστα, ως μήνυμα του Πεκίνου προς την ελληνική κυβέρνηση να επισπεύσει τη διαδικασία πώλησης του ΟΛΠ, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε να επενδύσει στο Κούμπορτ μετατρέποντας το αντίστοιχα σε κέντρο μετεκφόρτωσης όπως συμβαίνει με το λιμάνι του Πειραιά.

Βέβαια, δεν είναι όλα αρμονικά στις σινοτουρκικές σχέσεις. Καθώς στην επαρχία Σιντζιάνγκ ζουν πολλοί Ουιγούροι Μουσουλμάνοι, η Κίνα κατηγορεί την Τουρκία πως δεν συμβάλει στον αποτελεσματικό έλεγχό τους για την εξάλειψη τρομοκρατικών επιθέσεων. Πρόσφατα η εφημερίδα New York Times έγραφε ότι οι σινοτουρκικές σχέσεις περιπλέκονται λόγω των εθνοτικών εντάσεων στην Σιντιζάνγκ. Δεν έχουν λείψει ακόμα και σκηνές με Τούρκους και Ουιγούρους Μουσουλμάνους να καίνε τη σημαία της Κίνας έξω από το κινεζικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη.

Πηγή: Εφημερίδα Παραπολιτικά