Είναι η Ελλάδα ο Δούρειος Ίππος της Κίνας στην ΕΕ;

Στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Le Monde φιλοξενείται συνέντευξη του Γιώργου Τζογόπουλου, στην ανταποκρίτρια της εφημερίδας στην Αθήνα, κ. A. Guillot, υπό τον τίτλο: “Είναι η Ελλάδα ο Δούρειος Ίππος της Κίνας στην Ε.Ε.;” H διπλωματική προσέγγιση Ελλάδας – Κίνας έχει αρχίσει να ανησυχεί τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας.

Γίνεται η Ελλάδα ο Δούρειος Ίππος της Κίνας στην Ε.Ε.; Στις 19 Ιουνίου, και για πρώτη φορά, η Ε.Ε. δεν κατάφερε να συντάξει ένα ανακοινωθέν που να καταδικάζει τις επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, στο πλαίσιο του Συμβουλίου του ΟΗΕ που λαμβάνει χώρα κάθε έτος στη Γενεύη. Το ελληνικό βέτο δεν επέτρεψε στους 28 της ΕΕ να έχουν ένα κοινό μέτωπο. Πρόκειται για έναν αληθινό διπλωματικό σεισμό που ανησύχησε τις ευρωπαϊκές, αλλά και την αμερικανική ηγεσία. Οι τελευταίες φοβούνται ότι ο πολλαπλασιασμός των επενδύσεων της Κίνας στην Ελλάδα θα μειώσει τη διπλωματική ανεξαρτησία της Αθήνας. Ακολουθεί η συνέντευξη:

Adéa Guillot: Το ελληνικό βέτο της 19ης Ιουνίου θορύβησε πολύ τις ευρωπαϊκές ηγεσίες. Πως πρέπει να το δούμε;

Γιώργος Τζογόπουλος: Για να αντιληφθούμε αυτό το βέτο, πρέπει να γνωρίσουμε τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, κ. Νίκο ΚοτζιάΟ ίδιος θέλει να ξαναδώσει στην Ελλάδα τη διπλωματική της φωνή. Το 2015, επιχείρησε να μπλοκάρει τα ευρωπαϊκά ψηφίσματα εναντίον της Ρωσίας για το ζήτημα της Ουκρανίας. Θέλει να αποτυπώσει το προσωπικό του όραμα στην εξωτερική ευρωπαϊκή πολιτική.

Adéa Guillot: Ποιο είναι αυτό το όραμα; Υπάρχει σήμερα μια πραγματική ελληνική στρατηγική;

Γιώργος Τζογόπουλος: Πρόκειται για έναν ιδεολόγο. Σύμφωνα με τον ίδιο, το κλειδί της προόδου είναι ο διμερής διάλογος, και όχι οι κοινές δηλώσεις ή καταδίκες. Οι υπηρεσίες του δικαιολόγησαν το ελληνικό βέτο του Ιουνίου για την Κίνα και τα ανθρώπινα δικαιώματα καταγγέλλοντας ως “συχνά επιλεκτικές και μη αποδοτικές κριτικές” που δεν διευκολύνουν “ούτε την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε αυτήν τη χώρα, ούτε τις σχέσεις με την Ε.Ε”. Θεωρεί πάνω απ’ όλα ότι ένα κράτος όπως η Ελλάδα πρέπει να έχει το δικαίωμα να μπορεί να διαδραματίσει ένα ρόλο στα ευρωπαϊκά διπλωματικά θέματα, ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ισχύει μόνο για τα μεγάλα κράτη, όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Ότι η Ελλάδα πρέπει να έχει φωνή. Η θέση του κ. Κοτζιά είναι επίσης, θέση του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, που από την αρχή της θητείας του το 2015, πολλαπλασίασε τις διακριτικές εκκλήσεις προς την Κίνα, αλλά και τη Ρωσία, με την πεποίθηση ότι η Ελλάδα πρέπει να πολλαπλασιάσει τους διπλωματικούς εταίρους της και να μειώσει την εξάρτησή της από την ΕΕ ή τις ΗΠΑ.

Adéa Guillot: Οι Κυβερνήσεις της Ελλάδας διαδέχονται η μία την άλλη και τελικά φαίνεται να μην έχουν διαφορές μεταξύ τους, επιδεικνύοντας ένα λόγο γεμάτο ελπίδα για τις κινεζικές επενδύσεις σε μια κατάσταση  – και η επιλογή της γλώσσας εντυπωσιάζει – που περιγράφεται σαν “win-win business” για όλους. Αυτή είναι η πραγματικότητα;

Γιώργος Τζογόπουλος: Οι Έλληνες πολιτικοί υπερβάλλουν αναφορικά με τη σημασία της Ελλάδας για την Κίνα και καλλιεργούν ψεύτικες ελπίδες αναφορικά με την ανάπτυξη ή τον αντίκτυπο στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Η Ελλάδα δεν είναι για τους Κινέζους παρά ένα μικροσκοπικό κομμάτι της εξωτερικής τους πολιτικής, η οποία είναι πολύ πιο ευρεία και με ποικίλους αντικειμενικούς στόχους. Η Κίνα ενδιαφέρεται για την Ελλάδα μόνο εφόσον η θέση της τελευταίας είναι εξασφαλισμένη εντός της ζώνης του ευρώ. Εξάλλου, η Κίνα προσεγγίζει τη Μεσόγειο στο σύνολό της: Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Τουρκία, Ισραήλ, Λίβανος, Αίγυπτος, Αλγερία, Μαρόκο και Τυνησία, για να επενδύσει στα λιμάνια (η COSCO είναι παρούσα σε Ελλάδα, Ιταλία, Τουρκία και Γαλλία), στην ενέργεια (Ελλάδα, Αίγυπτος, Αλβανία), στον πολιτισμό, στον τουρισμό, στο σιδηροδρομικό δίκτυο και πλήθος άλλων υποδομών.

 Adéa Guillot: Το 2015, οι Κινέζοι – όπως άλλωστε και οι Ρώσοι – αρνήθηκαν να χορηγήσουν διμερή δάνεια που ήθελαν οι Έλληνες, καθώς δεν είχαν κανένα συμφέρον να ανοίξουν ένα διπλωματικό μέτωπο με την Ε.Ε. Ωστόσο, ήθελαν πολύ να πραγματοποιήσουν άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα, κυρίως στο πλαίσιο του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων που έχει επιβάλλει … η Ε.Ε.!

Γιώργος Τζογόπουλος: Ναι, όμως η κατάσταση διαφοροποιείται αν μιλάμε για τη Ρωσία ή την Κίνα. Οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές ηγεσίες είναι πολύ προσεκτικές απέναντι στη Ρωσία. Το 2013, μπλόκαραν την αγορά της ελληνικής εταιρείας αερίου, ΔΕΠΑ, από τον ρωσικό γίγαντα του φυσικού αερίου GAZPROM, για παράδειγμα, παρόλο που αυτή η ιδιωτικοποίηση βρίσκεται στην ατζέντα του σχεδίου λιτότητας που επέβαλε η Ε.Ε. Η πόρτα για τις άμεσες επενδύσεις της Ρωσίας στην Ελλάδα είναι σχεδόν αποκλεισμένη, ειδικά στον ενεργειακό τομέα. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της Κίνας, της οποίας η κρατική εταιρεία ηλεκτρισμού State Grid μόλις απέκτησε το 24% της ελληνικής εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας Admie. Μέχρι το ελληνικό βέτο τον Ιούνιο, η κινεζική στρατηγική αγοράς στρατηγικών ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, όπως το λιμάνι του Πειραιά, ή στον τομέα της ενέργειας, με τον ΑΔΜΗΕ, δεν φαίνεται να πανικοβάλει τους Ευρωπαίους. Αυτοί, όπως και οι Αμερικανοί είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτή τη χώρα. Αλλά όταν έγινε η ιδιωτικοποίηση του λιμένος Πειραιώς, το 2016 δεν υπήρξε ευρωπαίος ή αμερικανός ανταγωνιστής απέναντι στους Κινέζους.

Adéa Guillot: Πέρα από τις μεγάλες κινεζικές εθνικές εταιρείες, οι ιδιωτικές εταιρείες ακολουθούν και εκείνες; Η Κίνα είναι αυτό το χρόνο η τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, το μεγάλο επιχειρηματικό ραντεβού στην Ελλάδα. Περισσότερες από εκατό κινεζικές εταιρείες αναμένονται στις 9 με 17 Σεπτεμβρίου…

Γιώργος Τζογόπουλος: Το γεγονός ότι αυτές οι εταιρείες έρχονται στην έκθεση δεν σημαίνει ότι θα υπογραφούν και συμφωνίες. Πολλές κινεζικές αντιπροσωπείες έρχονται για να εξερευνήσουν τον τοπίο στην Ελλάδα, αλλά αυτό δεν έχει ακόμη αποτελέσματα συγκεκριμένα, αλλά έχει ακόμη γραφειοκρατικά εμπόδια. Εκτός από τις άμεσες επενδύσεις στην ενέργεια από την Cosco, τον ηγέτη της Κίνας στις θαλάσσιες μεταφορές και υπηρεσίες, ο όγκος των συναλλαγών μεταξύ Κίνας και Ελλάδας παρέμεινε σταθερός εδώ και χρόνια στα περίπου 2,7 δις ευρώ. Είναι λίγο και κυρίως δεν προχωρά πραγματικά. Είναι ακόμη μικρότερο από το 2010, όταν ο όγκος των συναλλαγών έφτανε τα 3,2 δις ευρώ.

Adéa Guillot: Αν η Κίνα δεν είναι τόσο παρούσα στην Ελλάδα όσο θα ήθελαν οι ίδιοι οι Έλληνες, ή πιστεύει η Ε.Ε., γιατί αυτό το veto λοιπόν τον Ιούνιο, των ελληνικών αρχών αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα;

Γιώργος Τζογόπουλος: Θα ήταν λάθος να φανταστούμε μια μυστική συμφωνία μεταξύ της Κίνας και των ελληνικών αρχών, όπως το «ψηφίστε εναντίον και επενδύουμε περισσότερο». Η Κίνα δεν έχει προσφέρει κανένα δώρο ενώ η Ελλάδα είδε την εικόνα της να επηρεάζεται σοβαρά στους κόλπους των Ευρωπαίων εταίρων της. Οι Ούγγροι, συνεργάστηκαν με την Κίνα ακόμα πιο στενά από τους Έλληνες αλλά δεν άσκησαν βέτο.

Adéa Guillot: Υπήρχαν, ωστόσο νέα μνημόνια συνεργασίας που υπεγράφησαν μεταξύ Ελλάδας και Κίνας το Μάιο, όταν ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξης Τσίπρας ταξίδεψε στο Πεκίνο…

Γιώργος Τζογόπουλος: Ναι, και κάποιοι βλέπουν το βέτο ως το αντίστοιχο της συμφωνίας. Αλλά όταν το δούμε από πιο κοντά, πρόκειται περισσότερο για προθέσεις παρά για πραγματικές υπογεγραμμένες συμφωνίες.

Adéa Guillot: Δεν υποβαθμίζετε λίγο την προσπάθεια ενός κινεζικού διπλωματικού χειρισμού στην Ελλάδα μειώνοντας όλα αυτά σε μια απλή στρατηγική επενδύσεων και κερδών; Τότε οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι θα έκαναν λάθος να ανησυχούν τόσο πολύ;

Γιώργος Τζογόπουλος: Αυτή η θεωρία ότι οι κινεζικές οικονομικές επενδύσεις συμβαδίζουν με τη γεωπολιτική επιρροή είναι η ανάλυση που επικρατεί σήμερα. Αλλά δεν πιστεύω ότι οι Κινέζοι σκέφτονται σοβαρά να επηρεάσουν τις ευρωπαϊκές πολιτικές. Σε κάθε περίπτωση, όχι βραχυπρόθεσμα. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι στόχοι της Κίνας ξεπερνούν την Ελλάδα ή ακόμη και την Ευρώπη. Σήμερα, η Αμερική  του Tράμπ αποχωρεί από τις πολυμερείς πρωτοβουλίες για να επιστρέψει σε μια διμερή αντίληψη των διεθνών σχέσεων. Αυτό δημιουργεί ένα κενό της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Το οποίο μπορεί προφανώς να ευνοήσει την Κίνα. Αυτό που πραγματικά φαίνεται να θέλει το Πεκίνο είναι να αποκτήσει επιρροή στην Παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση. Εξ’ου και ο πολλαπλασιασμός των επενδύσεών της σε όλο τον κόσμο. Συμμετέχοντας στη δημιουργία πλούτου, η Κίνα πιστεύει ότι δικαιούται νόμιμα περισσότερους αντιπροσώπους σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ, ο ΟΗΕ ή η Παγκόσμια Τράπεζα. Αυτός είναι ο πραγματικός στόχος της.