Οι πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κίνα προωθήθηκαν με την εγκαθίδρυση των διπλωματικών τους σχέσεων τον Ιούνιο του 1972. Η συνεργασία τους κορυφώθηκε κατά το διάστημα 2007-2008 με την ευκαιρία της διοργάνωσης του Πολιτιστικού Eτους της Ελλάδας στην Κίνα. Eνα πλήθος εκδηλώσεων κάλυψε τότε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων: συναυλίες, θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής, γλυπτικής, φωτογραφίας και βιβλίου, συνέδρια και μεταφράσεις. Στα θετικά εκείνων των εκδηλώσεων συγκαταλέγεται το ότι χιλιάδες Κινέζοι τις παρακολούθησαν, γεγονός που συνετέλεσε στην προσέγγιση και την καλύτερη κατανόηση των δύο λαών καθώς και στη σύσφιγξη των σχέσεων και στην προώθηση της συνεργασίας τους.
Η αρνητική πλευρά είναι ότι δεν υπήρξε συνέχεια. Οι δύο χώρες, για διαφορετικούς λόγους, δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν τη στενή συνεργασία και τις αμοιβαίες ανταλλαγές, μολονότι και οι δύο επανέλαβαν επανειλημμένως τη βούλησή τους να το πράξουν. Ανάμεσα στους λόγους επισημαίνονται οι διαφορετικές προτεραιότητες, η έλλειψη σχεδιασμού και κονδυλίων, η απουσία ικανών ανθρώπων που να γνωρίζουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό της άλλης πλευράς (τόσο στον κρατικό όσο και στον ιδιωτικό τομέα) και, τέλος, η απουσία των κατάλληλων θεσμικών οργάνων που να στοχεύουν στην προώθηση του πολιτισμού στην Ελλάδα και την Κίνα αντίστοιχα (Κινεζικό Πολιτιστικό Κέντρο στην Αθήνα και Eδρα Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού στο Πεκίνο).
Σήμερα οι άριστες πολιτικές σχέσεις των δύο χωρών και η στρατηγική θέση του λιμένος του Πειραιά στον Θαλάσσιο Δρόμο του Μεταξιού, σε συνάρτηση με την επένδυση της Cosco αλλά και τη βούληση και των δύο πλευρών για επέκταση των κινεζικών επενδύσεων και σε άλλους τομείς συντελούν στην επαναφορά του θέματος της περαιτέρω προώθησης της πολιτιστικής συνεργασίας τους. Στόχος είναι να αναδειχθεί ο πολιτισμός σε μοχλό κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης και σε στρατηγικό σχέδιο στις διακρατικές πολιτικές συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες συνεργασίας που εκτείνονται από τον χώρο των δημιουργικών και πολιτιστικών βιομηχανιών και τον πολιτιστικό τουρισμό έως τους τομείς της αρχαιολογίας -συμπεριλαμβανομένης της ενάλιας-, της συντήρησης αρχαιοτήτων και πάταξης της αρχαιοκαπηλίας, των μουσείων και, πράγμα απαραίτητο, της εκπαίδευσης μεταφραστών, διερμηνέων και πολιτισμικών διαμεσολαβητών.
Επιπλέον υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες περαιτέρω συνεργασίας στον εκπαιδευτικό τομέα, διότι παιδεία και πολιτισμός συνδέονται άρρηκτα. Υπάρχουν περιοχές της σκέψης ακόμη ανεξερεύνητες, που αφορούν τη συγκριτική έρευνα του ελληνικού και κινεζικού πολιτισμού. Έρευνες που θα συμβάλουν στη γνώση της παράλληλης πορείας τους, τα σημεία σύγκλισης και απόκλισής τους αλλά και τις επιρροές και αλληλεπιδράσεις τους.
Η σπουδαιότητα της συνεργασίας στον πολιτιστικό τομέα εκτείνεται ωστόσο πέρα από την προώθηση πολιτιστικών προγραμμάτων και τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων· πέρα ακόμη και από τη συνδημιουργία. Συμβάλλει στην καταπολέμηση των προκαταλήψεων, στην εμβάθυνση της αμοιβαίας κατανόησης, στην ανταλλαγή πληροφοριών, στη διασφάλιση συνεργειών καθώς και στη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης και φιλίας. Βοηθάει στην άμβλυνση των διαφορών και στην αποφυγή παρεξηγήσεων και λαθών και σε άλλους τομείς, όπως φέρ’ ειπείν στη συνεργασία στον οικονομικό τομέα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ελληνικές και κινεζικές επιχειρήσεις εντοπίζουν ως κύρια αιτία της αποτυχίας στις επαγγελματικές επαφές τους τις διαπολιτισμικές διαφορές και την άγνοια του τρόπου σκέψης και δράσης των συνομιλητών τους εξαιτίας των οποίων παρατηρούνται: λανθασμένη επικοινωνιακή προσέγγιση, παρεξηγήσεις εξαιτίας κακής ερμηνείας του λαμβανόμενου μηνύματος, αδυναμία να κατανοήσουν σκέψεις και συναισθήματα λόγω του διαφορετικού αξιακού συστήματος και ανικανότητα να δημιουργήσουν κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε να μπορέσουν να πείσουν για τις προθέσεις τους και να επηρεάσουν θετικά.
Είναι σαφές ότι η γνωριμία του άλλου μειώνει τη φυσική απόσταση και κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν πιο κοντά, διευκολύνει τις επαφές, βελτιώνει την ποιότητα της επικοινωνίας, συμβάλλει στην προώθηση των προϊόντων (πολιτιστικών και άλλων) και στη δημιουργία μιας καλής σχέσης συνεργασίας.
Μια καλά στοχευμένη ελληνοκινεζική πολιτιστική συνεργασία υπερβαίνει ωστόσο τα ανωτέρω. Τα υπερβαίνει ως δυνατότητα προώθησης ενός διαλόγου και αναζήτησης απαντήσεων σε ερωτήματα που συνδέονται με τον άνθρωπο και τέθηκαν για πρώτη φορά χιλιάδες χρόνια πριν και από τους δύο πολιτισμούς. Ερωτήματα που ακόμη μας απασχολούν και που επανατίθενται με επιτακτικό τρόπο σήμερα, σε μια εποχή έντονων συγκρούσεων και αντιπαλοτήτων. Ένας ανοιχτός διάλογος ανάμεσα στις δύο σκέψεις ίσως μπορέσει να συμβάλει σε μια ενεργοποίηση της συνείδησης και μια νέα προσέγγιση των θεμελιωδών αξιών μας, που βρίσκονται στο επίκεντρο της σημερινής κρίσης. Οι προκλήσεις είναι πολλές.