Ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ζήτησε πρόσφατα τη συναίνεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης ώστε να διευκολυνθούν η θετική έκβαση δύσκολων ψηφοφοριών στη Βουλή και η υλοποίηση των δομικών μεταρρυθμίσεων. Η απάντηση που έλαβε ήταν αρνητική. Προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον η στάση κυρίως της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, των κομμάτων δηλαδή που είναι υπεύθυνα για τη δραματική κρίση που βιώνει η Ελλάδα, να απορρίπτουν την προοπτική αυτή. Οι όροι και οι λεπτομέρειες μίας πιθανής συνεργασίας τους με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη ούτε απασχολεί αν θα αποκτούσαν ενεργή συμμετοχή σε μία νέα κυβέρνηση ή όχι. Αυτό που έχει σημασία είναι πως για ακόμα μία φορά υπερτερεί το πολιτικό έναντι του εθνικού συμφέροντος, με μοναδική εξαίρεση τις ψηφοφορίες του περασμένου Ιουλίου και Αυγούστου για το τρίτο Μνημόνιο.
Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν διατεθειμένος να προσφέρει συναίνεση όσο βρισκόταν στην αξιωματική αντιπολίτευση από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι τον Ιανουάριο του 2015. Επίσης, βιάστηκε να προκαλέσει πρόωρες εκλογές τον Δεκέμβριο του 2014, ελπίζοντας λανθασμένα σε ριζική αλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής αμέσως μετά την εκλογική του επικράτηση. Είναι αδιανόητο, ωστόσο, μετά από πέντε χρόνια κρίσης και περίπου τέσσερις δεκαετίες διακυβέρνησης που υπερχρέωσαν τη χώρα, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ να αντιδρούν σήμερα με γνώμονα την αύξηση των ποσοστών τους στις δημοσκοπήσεις. Η λογική ότι «δεν προσφέρω συναίνεση επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τον έπραξε στο παρελθόν» γυρνάει την Ελλάδα πολλά χρόνια πίσω. Ουσιαστικά υπενθυμίζει ότι βασική αιτία της ελληνικής κρίσης δεν είναι η οικονομική διάστασή της αλλά η πολιτική.
Το πιο ειρωνικό, μάλιστα, είναι πως από τους 300 βουλευτές, οι 267 είτε έχουν ψηφίσει το Μνημόνιο στο παρελθόν είτε το υποστηρίζουν. Φαίνεται, βέβαια, πως η ψήφιση νόμων του Μνημονίου δεν εξαρτάται από το περιεχόμενό τους αλλά από το αν ο βουλευτής που τους ψηφίζει βρίσκεται στην κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση.