Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν υπήρχε χώρα στον κόσμο που να μπορεί να αντισταθμίσει τις ΗΠΑ από στρατιωτική, οικονομική και πολιτιστική άποψη. Αλλά για πόσο καιρό θα διαρκούσε η επικράτηση της Αμερικής, είναι μάλλον ένα θέμα που τίθεται υπό συζήτηση. Η νέα χιλιετία μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ήρθε να αμφισβητήσει σε πρώτη βάση την «ήπια ισχύ» της Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τον Joseph Nye η ισχύς δεν μετριέται μόνο με στρατιωτικά και οικονομικά μέσα, αλλά και «μια χώρα μπορεί να επιτύχει τα αποτελέσματα που επιθυμεί στην παγκόσμια πολιτική επειδή άλλες χώρες θέλουν να την ακολουθήσουν, θαυμάζοντας τις αξίες της, μιμούμενοι το παράδειγμά της και φιλοδοξώντας να φτάσουν το επίπεδο της ευημερίας της» (Nye, 2002, σ. 8).
Απαντώντας στις επιθέσεις, οι ΗΠΑ άρχισαν να αντιπαρατίθενται σε ό, τι είχαν χτίσει κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα (Buzan, 2008, σ. 556). Η αφοσίωση τους στην πολυμέρεια είχε αρχίσει να φτάνει στο τέλος της, και η απόρριψη πολλών διακυβερνητικών οργανισμών, στη δημιουργία των οποίων είχαν παίξει σημαντικό ρόλο, ήταν αισθητή. Η κρίση στο Ιράκ υπογράμμισε ότι η διεθνής θέση των ΗΠΑ είχε επιδεινωθεί, με κάποιους πρώην συμμάχους τους να απεμπλέκονται από την ηγεμονία τους και αρκετούς εχθρούς τους να γίνονται πιο επιθετικοί (Cox, 2007, σ. 650). Το κύρος της Αμερικής μειωνόταν επίσης καθώς η στρατιωτική νίκη της στον πόλεμο του Ιράκ δεν συνοδεύτηκε από μια πολιτική νίκη με τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της περιοχής (Halper & Clarke, 2004, σ. 81).
Η πτώση, όμως, δεν έρχεται, μόνο επειδή ένα κυρίαρχο κράτος χάνει έναν περιφερειακό πόλεμο (Cox, 2007, σ. 651). Έχει αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα επειδή οι δυνατότητες της Αμερικής μειώνονταν ενώ εκείνες άλλων χωρών αυξάνονταν (Quinn, 2011, σ. 805-806). Πρώτον, η επανεμφάνιση της Κίνας – επανεμφάνιση και όχι η άνοδος επειδή στην ιστορία του Μέσου Βασιλείου ήταν μια βασική δύναμη στην Ανατολική Ασία (Nye, 2002, σ.19.) μπορεί να αμφισβητεί την ηγεμονία της Αμερικής. Η Κίνα φαίνεται να είναι σε θέση να παίξει δύο σημαντικούς ρόλους: μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος εταίρος των ΗΠΑ, καθώς και ο καλύτερος ανταγωνιστής τους. Παρά το γεγονός ότι η Κίνα συνεργάζεται με τις ΗΠΑ στον παγκόσμιο αγώνα κατά της τρομοκρατίας, είναι αξιοσημείωτη εταίρος στη διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας, και μια αξιόλογη περιφερειακή δύναμη, είναι αισθητό ότι κάνει την επανεμφάνισή της αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι διεθνείς σχέσεις εξελίσσονται αυτή τη στιγμή (Cox, 2007 , σ. 651). Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα διαδραματίζει έναν αξιοσημείωτο οικονομικό ρόλο στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική και στις ΗΠΑ επίσης, “όπου οι τεράστιες αγορές της στην αμερικανική αγορά ομολόγων πιθανόν κρατάνε τα επιτόκια των ΗΠΑ τουλάχιστον 2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από ό, τι θα ήταν διαφορετικά” (Cox, 2007, σ. 651).
Στις αρχές του 2007, η συζήτηση για την μονομερή πολιτική των ΗΠΑ άρχισε να αλλάζει περιεχόμενο. Παράλληλα, ένα πολύ σημαντικό θέμα προέκυψε. Αυτό ήταν ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στη σχέση της με την Κίνα. Η Κίνα αγόραζε σημαντικά τμήματα του αμερικανικού χρέους, πράγμα που σήμαινε ότι η Ουάσιγκτον ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το Πεκίνο. Μέχρι αυτή την κρίση, ζητήματα όπως τα χρέη των κρατών αλλά και τα συνεχή ελλείμματα είχαν σχεδόν αγνοηθεί (Jacques, 2012, σ. 625). Όλα αυτά άλλαξαν με την φούσκα των δανείων υψηλού κινδύνου και την επακόλουθη κατάρρευση της Lehman Brothers.
Η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει την πρόκληση της μείωσης του προϋπολογισμού της, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών περικοπών. Πρόσφατα, ο Λευκός Οίκος ανάγκασε το Πεντάγωνο να σχεδιάσει περικοπές των 78 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το στρατιωτικό προϋπολογισμό της κατά τα επόμενα πέντε χρόνια (Hodge & Barnes, 2011). Η πολιτική αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό εμφανής κατά τη διάρκεια της κρίσης στη Λιβύη, όπου οι ΗΠΑ ήταν διστακτικές να παίξουν κεντρικό ρόλο. Σύμφωνα με τον Quinn, ο Μπαράκ Ομπάμα έχει ήδη αρχίσει να σηκώνει το βάρος της σταδιακής πτώσης της Ουάσιγκτον. Όπως έχει πει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, “Ο ρόλος της Αμερικής θα είναι περιορισμένος; δεν θα στείλουμε χερσαία στρατευμάτα στη Λιβύη; θα επικεντρωθούμε σε κάποιες επιχειρήσεις και θα μεταβιβάσουμε την ευθύνη στους συμμάχους και τους εταίρους μας’ (Quinn, 2011, σ.821).
Θεανώ-Δαμιάνα Αγαλόγλου