Οι Global Times προτείνουν ένα νέα θεωρητικό πλαίσιο για τη μελέτη των διεθνών σχέσεων δεδομένης της ανόδου της Κίνας

Global Times

Του Γιώργου Τζογόπουλου

Η Κίνα βρίσκεται φυσιολογικά στο επίκεντρο της ανάλυσης των επιστημόνων σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη από τις αρχές του 2016. Θέματα όπως το πυρηνικό πρόγραμμα της Βορείου Κορέας, και οι σινοαμερικανικές διαφωνίες για τη Νότιο Κινεζική Θάλασσα ενισχύουν τη δημόσια συζήτηση για  το ρόλο του Πεκίνου στις διεθνείς σχέσεις και τα κίνητρα της εξωτερικής του πολιτικής.  Η βιβλιογραφία σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλούσια σε εργαλεία και θεωρητικά πλαίσια που μπορούν να ερμηνεύσουν τις διεθνείς εξελίξεις. Ωστόσο, αυτά δεν είναι απαραιτήτως εφαρμόσιμα σε όλα τα μέρη του κόσμου και όλες τις χώρες. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η προσπάθεια κατανόησης της Κίνας από δυτική οπτική γωνία δεν αποφέρει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα ή τουλάχιστον μπορεί να της ασκηθεί κριτική.

Η εν λόγω προσπάθεια γίνεται ακόμα πιο δύσκολη λόγω της τάσης που υπάρχει στη Δύση να συνδέεται η εξωτερική πολιτική της Κίνας με τη σχετική μείωση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.  Για την ακρίβεια, γίνεται συχνά λόγος για μία αρκετά δυναμική κινεζική εξωτερική πολιτική, η οποία αποδίδεται στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία. Δεν υπάρχει ίσως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από μία μελέτη η οποία εκδόθηκε πρόσφατα από το Council on Foreign Relations με τίτλο: «Ο Σι Τζινπίνγκ στη διεθνή σκηνή». Η επιχειρηματολογία της μελέτης είναι πως ο Κινέζος πρόεδρος «θα ενισχύσει το εθνικισμό ώστε να μπορέσει να εξισορροπήσει τις οικονομικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης».

Από την άλλη πλευρά, η σταδιακή ανάπτυξη μια νέας θεωρίας διεθνών σχέσεων με κινεζικά χαρακτηριστικά είναι μία υποσχόμενη πρωτοβουλία που μπορεί να συμπληρώσει τη σημερινή δημόσια συζήτηση. Η πρωτοβουλία αυτή έχει σκοπό να ξεφύγει από την αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία, προσφέροντας μία εναλλακτική. Όπως  παρατηρεί ο Hun Joon Kim από το πανεπιστήμιο της Κορέας, «το έδαφος είναι γόνιμο ώστε να προωθηθεί περαιτέρω η κινεζική σχολή στις διεθνείς σχέσεις», παρά τις φυσιολογικές δυσκολίες που υπάρχουν.  Αυτή τη στιγμή, μάλιστα, είναι πολύ θετικό για το ακροατήριο σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες πως πολλά άρθρα που κάνουν λόγο για τη νέα αυτή σχολή ήδη δημοσιεύονται, κυρίως στα αγγλικά.

Γίνεται αντιληπτό ότι σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, χρειάζονται καινούρια εργαλεία για την καλύτερη παρακολούθηση των διεθνών σχέσεων. Η άνοδος της Κίνας δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή στη Δύση, όταν θεωρείται επικίνδυνο φαινόμενο ή ευκαιρία για τη χώρα να αποκτήσει δυτικά χαρακτηριστικά, συνεργαζόμενη με τους διεθνείς οργανισμούς. Πλέον, η βασική πρόβλεψη είναι να βρεθεί ένα μοντέλο αμοιβαίας κατανόησης που θα μπορεί ίσως να οδηγήσει στη διατύπωση κοινών ερμηνειών.

Οι αγγλοσαξονικές και οι κινεζικές θεωρίες διεθνών σχέσεων δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συγκρουόμενα μοντέλα. Αντιθέτως, οι επιστήμονες που υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη άποψη θα έχουν ίσως τη δυνατότητα να έλθουν πιο κοντά, να ανταλλάξουν απόψεις και να σφυρηλατήσουν τις προσεγγίσεις τους για το μέλλον. Σε τελική ανάλυση, μια περιεκτική ανάγνωση της διεθνούς πολιτικής δε μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά σε μία μόνον σχολή σκέψης. Συνήθως, πρέπει να συνδυάζει διαφορετικά στοιχεία. Ο συνδυασμός αυτός σημαίνει ουσιαστικά πως η άνοδος της Κίνας είναι ένας καινούριος παράγων ο ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ενώ τα ενδιαφέροντα της Δύσης θα προσαρμόζονται.

Είναι ακόμα πολύ νωρίς για να γίνει ασφαλής πρόβλεψη για το πώς τα ενδιαφέροντα της Δύσης θα μπορέσουν να συνδυαστούν με την άνοδο της Κίνας. Οι λεπτομέρειες θα γίνουν γνωστές στο μέλλον ανάλογα και την εξέλιξη των διμερών σχέσεων Κίνας – Ηνωμένων Πολιτειών. Η πρόσφατη συνέντευξη Τύπου των υπουργών εξωτερικών Ουάνγκ Γι και Τζον Κέρι στην Ουάσιγκτον υπογράμμισε τις υπάρχουσες διαφορές αλλά και τους τομείς που οι δύο χώρες μπορούν να συνεργαστούν αρμονικά. Από τη στιγμή που θα επιτευχθεί ισορροπία σε πολιτικό επίπεδο, η βιβλιογραφία των διεθνών σχέσεων θα προσαρμοστεί.

Η τρέχουσα περίοδος είναι μεταβατική καθώς η δομή του κόσμου γίνεται πολυπολική. Παρόλο που ο ρόλος των επιστημόνων δεν είναι οπωσδήποτε η πρόβλεψη των μελλοντικών εξελίξεων αλλά η ανάλυση των παρελθουσών και σημερινών καταστάσεων, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την κινεζική εξωτερική πολιτική είναι ενδεικτικό του νέου πεδίου. Ανταλλαγές μεταξύ επιστημόνων από χώρες της Δύσης και την Κίνα, πρόσβαση σε διαφορετικές πηγές και λιγότερο στενόμυαλη επιχειρηματολογία, θα ανοίξει το δρόμο για ένα modus vivendi, ακόμα και αν υποστηρίζονται διαφορετικές απόψεις. Η νεότερη γενιά θα διδαχθεί από καινούρια εγχειρίδια, περιοδικά και επιπρόσθετο υλικό. Παλαιού τύπου ή μη ανανεωμένο περιεχόμενο δεν μπορεί να εξυπηρετήσει την ανάγκη μιας καθαρής αξιολόγησης των διεθνών εξελίξεων.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Global Times.