Ο Frank Sieren είναι ίσως ο κορυφαίος Γερμανός δημοσιογράφος και συγγραφέας πάνω σε θέματα Κίνας. Έχοντας τη βάση του στη χώρα αυτή για περισσότερα από είκοσι χρόνια, γνωρίζει πολύ καλά τόσο τον τρόπο σκέψης των Κινέζων πολιτικών όσο και τη γενικότερη κινεζική κουλτούρα και φιλοσοφία. Δεν είναι τυχαίο πως οι Times του Λονδίνου θεωρούν τον Sieren «αυθεντία» στις ανταποκρίσεις και τις αναλύσεις του για την Κίνα. Παρακολουθώντας τις τρέχουσες εξελίξεις, ο ίδιος δεν θα μπορούσε παρά να αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή – μεταξύ άλλων – στις σινοελληνικές σχέσεις στην προσπάθειά του να διερευνήσει κατά πόσον η νέα ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και να προβλέψει πώς το Πεκίνο θα ανταποκριθεί στη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα.
Σχολιάζοντας τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται σε μια αποκλειστική συνέντευξή του με το chinaandgreece.com, ο Frank Sieren θεωρεί ότι η ελληνική κυβέρνηση «έρχεται πιο κοντά στην Κίνα, αλλά δεν είναι διατεθειμένη ακόμα να παίξει αυτό το χαρτί». Κατά την εκτίμησή του, η Αθήνα προσπαθεί να χρησιμοποιήσει ένα εργαλείο διαπραγμάτευσης και να ασκήσει πίεση στην Ευρώπη, προσεγγίζοντας το Πεκίνο. Κάνει το ίδιο με τη Ρωσία, ισχυρίζεται, αν και η τελευταία επιλογή «είναι πολύ πιο επώδυνη για τις Βρυξέλλες σε σχέση με την Κίνα». «Σίγουρα οι Βρυξέλλες ανησυχούν», υπογραμμίζει στη συνέχεια. Υπό τις παρούσες συνθήκες, πάντως, η Κίνα δεν είναι διατεθειμένη να παρέμβει πολιτικά στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους και να προσφέρει οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα, αλλά «θα μπορούσε να το σκεφτεί στη χειρότερη για αυτή περίπτωση».
Ο Γερμανός δημοσιογράφος και συγγραφέας εξηγεί, παράλληλα, στο chinaandgreece.com πως η πρόσφατη επίσκεψη της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Πεκίνο συνέβαλε εν μέρει στη βελτίωση του κλίματοος, αλλά αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί πλήρως πριν η Αθήνα ξεκαθαρίσει τη θέση της στο ζήτημα της ιδιωτικοποίησης του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ). Σύμφωνα με τον Sieren, «η Κίνα επιδιώκει να έχει αξιόπιστους εταίρους στην Ευρώπη, είναι εκνευρισμένη με την ασυνέπεια και θεωρεί την συνεχιζόμενη εναντίωση στην ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ ως αντικινεζική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης». Κοιτώντας προς το μέλλον εάν η Αθήνα δεν συνεργαστεί, ο ίδιος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να αναζητήσει το Πεκίνο εναλλακτικές λύσεις, επενδύοντας, για παράδειγμα, σε λιμάνια της Ιταλίας και να συνεχίσει από εκεί την οικονομική και εμπορική του πολιτική προς τα Βαλκάνια και την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Κατά την άποψή του, «η Κίνα μπορεί να χρησιμοποιήσει και άλλους εταίρους πέρα από την Ελλάδα».
Ο Frank Sieren γνωρίζει καλά τη νέα πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης που προβλέπει τη δημιουργία κοινοπραξίας για την πώληση του ΟΛΠ. Θεωρεί απίθανο, όμως, να την αποδεχθεί η Κίνα. «Η κινεζική πλευρά έχει ακολουθήσει ένα επιτυχημένο μοντέλο στις προβλητες ΙΙ και ΙΙΙ του λιμανιού. Γιατί θα πρέπει τώρα να το αλλάξει; Και πώς είναι δυνατόν για μια χρεωμένη χώρα να συμμετάσχει σε κοινοπραξία όταν δεν έχει ρευστότητα ούτε τεχνογνωσία;» αναρωτιέται. «Στην Κίνα δεν αρέσουν οι αλλαγές και προτιμά να υπάρχει ισορροπία, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα», υποστηρίζει από το Πεκίνο ο Γερμανός ειδικός.
Όσον αφορά τη στάση της Γερμανίας για τις κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα; Σύμφωνα με τον Frank Sieren, «το Βερολίνο δεν είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένο με τη διαρκή αύξηση των επενδύσεων του Πεκίνου και προτιμά να έχει αυτό περισσότερες επιχειρηματικές ευκαιρίες στη χώρα». Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει ότι οι διμερείς σινογερμανικές οικονομικές σχέσεις επηρεάζονται αρνητικά. Η Κίνα απολαμβάνει την αξιοπιστία της Γερμανίας και της αρέσουν οι ηγετικές ικανότητες πολιτικών, όπως η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. Σε τελική ανάλυση, όλα σχετίζονται με τις επιχειρήσεις. «Η Γερμανία δίνει τεχνολογία στην Κίνα ως αντάλλαγμα για ένα συγκεκριμένο μερίδιο της αγοράς», καταλήγει ο Sieren.