Η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στη Νέα Υόρκη επιβεβαίωσε την απόφαση και των δύο πλευρών για ενίσχυση της συνεργασίας τους. Η ουσιαστική, ωστόσο, επιχειρηματική συνεργασία των δύο χωρών δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Από την πορεία της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ θα εξαρτηθεί κατά πόσο θα αυξηθούν οι κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Τρεις είναι οι εταιρείες οι οποίες θα διεκδικήσουν το 51% του ΟΛΠ σε αρχικό στάδιο και το υπόλοιπο 16.5% στη συνέχεια. Πρόκειται για την COSCO, την APM Terminals και την International Container Terminal Services. Ο ΟΛΠ, δηλαδή το ελληνικό δημόσιο, θα κληθεί να αποφασίσει ανάλογα με τις προσφορές που θα κατατεθούν εντός του μηνός.
Σε περίπτωση που η COSCO αναδειχθεί νικήτρια, θα προκύψει θέμα μονοπωλίου στον Πειραιά, καθώς η κινεζική εταιρεία ήδη ελέγχει τις προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ. Ωστόσο, η ταυτόχρονη ιδιωτικοποίηση του ΟΛΘ, τον οποίο διεκδικούν, επίσης, ανταγωνιστές της COSCO, δημιουργεί θεωρητικά τις προϋποθέσεις για να μην περιοριστεί ο ανταγωνισμός σε τοπικό επίπεδο και έτσι το πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί. Επίσης, ερωτηματικά δημιουργούνται για το αν τίθεται θέμα παραβίασης του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισμού. Όπως εξηγεί το Journal of Commerce, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει κοινή πολιτική για τα λιμάνια και έτσι είναι στη δικαιοδοσία του κάθε λιμανιού να αποφασίζει χωρίς καθοδήγηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν διεργασίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να ψηφιστεί ένας καινούριος νόμος ο οποίος θα καλεί τα κράτη-μέλη της να παραχωρούν τις λιμενικές εγκαταστάσεις τους σε τουλάχιστον δύο ιδιωτικές εταιρείες. Η ντιρεκτίβα αυτή έχε απορριφθεί από τα βρετανικά λιμάνια που κατά μείζονα λόγο ελέγχονται από μία μόνο εταιρεία. Συνεπώς, η όλη συζήτηση είναι ευρωπαϊκή και δεν αφορά μόνον την Ελλάδα.
Ο κίνδυνος για την Ελλάδα είναι πως ίσως κατηγορηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πως έχει προσφέρει ειδικά προνόμια στην COSCO. Πριν από λίγους μήνες, για παράδειγμα, η Κομισιόν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορισμένα φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση υπέρ της COSCO της παρείχαν αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, κατά παράβαση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, κάλεσε το ελληνικό δημόσιο να ανακτήσει φορολογικά έσοδα. Η διευθέτηση του θέματος παραμένει μέχρι σήμερα σε εκκρεμότητα.