Η έναρξη της ελληνικής κρίσης το 2009 και η συνέχισή της μέχρι σήμερα προσελκύουν φυσιολογικά την προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί πολύ μεγάλη αύξηση του ενδιαφέροντος για το θέμα αυτό. Πολλοί δημοσιογράφοι, λοιπόν, έρχονται στην Ελλάδα, προκειμένου να παρακολουθήσουν από κοντά την εξέλιξη της κρίσης και τον τρόπο με τον οποίο αυτή επηρεάζει τους πολίτες στην καθημερινότητά τους. Τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Κινέζα δημοσιογράφος Μινγκ Γκονγκ, η οποία το 2011 ταξίδεψε από τον τόπο καταγωγής της, την πόλη Chongqing της νοτιοδυτικής Κίνας, στην Αθήνα, όπου έχει βάση της τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Από τότε η Μινγκ εργάζεται στο κινεζικό κρατικό CCTV ως βασική ανταποκρίτρια με έδρα την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων ετών τα ρεπορτάζ της επικεντρώνονται κυρίως στην οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις αλλά και σε προσωπικές ιστορίες Ελλήνων πολιτών κατά τη διάρκεια της κρίσης. Όταν η Κινέζα δημοσιογράφος πρωτοήλθε στην Ελλάδα, έπρεπε να καλύπτει διαρκώς τις απεργίες και τις διαδηλώσεις με αποτέλεσμα να μην έχει σχεδόν καθόλου ελεύθερο χρόνο. Όπως λέει στο chinaandgreece.com: «Ήρθα σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της κρίσης που έχει πλήξει σε μεγάλο βαθμό τη χώρα. Η εικόνα ενός παραδείσου σε μπλε και άσπρα χρώματα είχε αρχίσει να ανατρέπεται και εγώ έπρεπε να εστιάζω στις επώδυνες αλλαγές που έρχονταν».
Η Μινγκ πιστεύει ότι «η Ελλάδα είναι ένας τόπος που ο επισκέπτης χρειάζεται χρόνο για να ανακαλύψει λεπτομερώς, καθώς η πρώτη αντίδρασή του είναι το σοκ από τις συνεχείς διαδηλώσεις και τις απεργίες». Θεωρεί, επίσης, τη χώρα «αρκετά συντηρητική και αργή ως προς το ρυθμό εκσυγχρονισμού, με πολλούς ανθρώπους να μη θέλουν τις μεταρρυθμίσεις». Η ίδια βρίσκει, ταυτόχρονα, τον ελληνικό λαό πιο αυθεντικό και φιλικό σε σύγκριση με άλλες χώρες ενώ πιστεύει πως η συμπεριφορά των περισσότερων δεν επηρεάζεται από τα εμπορικά συμφέροντα.
Η ανταποκρίτρια του CCTV στην Ελλάδα εξηγεί στο chinaandgreece.com ότι κάθε κρίση έχει δύο όψεις και ως εκ τούτου, οι νέοι θα πρέπει να προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν τις όποιες νέες ευκαιρίες. Σύμφωνα με τη δική της ερμηνεία για την κατάσταση, η κρίση ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για την ελληνική κοινωνία, έκανε πράγματι τους ανθρώπους να υποφέρουν και χτύπησε σοβαρά τη μεσαία τάξη. Αλλά όπως λέει η Μινγκ, «κατά κάποιον τρόπο η κρίση αναγκάζει, επίσης, την Ελλάδα να αλλάξει και να ξαναχτίσει το δημοκρατικό της σύστημα που είχε καταρρεύσει». Κατά την άποψή της, «η κρίση αυτή μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους να σκεφτούν, να δημιουργήσουν και να αλλάξουν». Αναφέρεται, μάλιστα, σε παραδείγματα νέων που τώρα τείνουν να δημιουργούν start ups, αντί να ψάχνουν για δουλειά στο δημόσιο. Σχολιάζει, παράλληλα, θετικά την ευρεία χρησιμοποίηση του συστήματος ηλεκτρονικής διακυβέρνησης αλλά και τη σταδιακή πραγματοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες διευκολύνουν την προσαρμογή της Ελλάδας στα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης.
Προχωρώντας παραπέρα, οι σινοελληνικές σχέσεις αποτελούν σημαντική προτεραιότητα για την καθημερινή δουλειά της Μινγκ. «Για την Κίνα, η Ελλάδα έχει ένα πολύ σημαντικό γεωστρατηγικό ενδιαφέρον ενώ και οι δύο χώρες μπορούν πολιτικά και οικονομικά να επωφεληθούν από την επέκταση της συνεργασίας τους», υποστηρίζει η Κινέζα δημοσιογράφος. Η αναβίωση του Δρόμου του Μεταξιού από το Πεκίνο, θα συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τη ναυτιλία. Η επένδυση της COSCO είναι ο πυρήνας αυτής της πολιτικής. Παρόλο που η μελλοντική επένδυση της COSCO έχει καθυστερήσει λόγω της συνεχιζόμενης πολιτικής αστάθειας, η ελληνική κυβέρνηση διάκειται εν γένει θετικά για την συνέχισή της. Οι διμερείς σχέσεις μπορούν, επίσης, να βελτιωθούν μέσα από τον τουρισμό και τον πολιτισμό. Καθώς ο αριθμός των Κινέζων τουριστών έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει μεγάλες δυνατότητες απορρόφησης που μπορούν να έχουν τεράστιο αντίκτυπο στην κινεζική αγορά. Η διοργάνωση του πρώτου φεστιβάλ κινεζικού κινηματογράφου πέρυσι στην Αθήνα και η πρόσφατη πρόσκληση για την ενίσχυση της ανταλλαγής και της συνεργασίας στον τομέα της κινηματογραφικής βιομηχανίας αποτυπώνουν την κοινή βούληση συνεργασίας σε επίπεδο ήπιας ισχύος», σημειώνει η Μινγκ.
Όσον αφορά την εμπειρία της από την κάλυψη της ελληνικής κρίσης, η Μινγκ θεωρεί μεγάλο εμπόδιο τη γλώσσα. Της είναι δύσκολο να εργάζεται χωρίς να έχει πρόσβαση στις πρωτογενείς πληροφορίες που δημοσιεύονται αρχικά στην ελληνική γλώσσα. «Αν και έχω ανθρώπους γύρω μου που μπορούν, να με βοηθήσουν, παραμένει δύσκολο για μένα να κάνω δημοσιογραφική έρευνα», παραδέχεται. Όσον αφορά τα μελλοντικά σχέδια της, Η Μινγκ ίσως μείνει στην Ελλάδα, για ένα ή δύο χρόνια ακόμα ανάλογα με τις απαιτήσεις του CCTV. Αλλά το όνειρό της είναι να πάει στη Μέση Ανατολή και να καλύψει εκεί τις εξελίξεις. Από τις 28 Ιουνίου ως τις 14 Ιουλίου, η Μινγκ ήταν στη Βιέννη όπου κάλυπτε τις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Θεανώ-Δαμιάνα Αγαλόγλου