Πολλά έχουν ήδη ειπωθεί και γραφεί για τις θεωρητικές διαφορές μεταξύ της Καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ και του Υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε όσον αφορά την προσέγγισή τους στο ελληνικό ζήτημα. Σύμφωνα με αρκετούς σχολιαστές η κ. Μέρκελ θέλει οπωσδήποτε κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη, ενώ ο κ. Σόιμπλε δεν θα απογοητευτεί στην περίπτωση Grexit.
Μία τέτοια παρατήρηση, όμως, είναι μάλλον λανθασμένη. Τόσο η Καγκελάριος όσο και ο Υπουργός Οικονομικών θέλουν να κρατήσουν την Ελλάδα στο ευρώ. Η μόνη διαφορά είναι η τακτική τους. Η κ Μέρκελ είναι ήπια κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και μιλώντας στους δημοσιογράφους, ενώ λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη τις γενικότερες εξελίξεις σε επίπεδο πολιτικής και διεθνών σχέσεων. Από την πλευρά του, ο κ. Σόιμπλε δίνει μεγαλύτερη προσοχή στους κανόνες και τους αριθμούς της ευρωζώνης και πιέζει την Ελλάδα να συμμορφωθεί, προκειμένου να προστατεύσει την αξιοπιστία του ευρωσυστήματος.
Η κ. Μέρκελ και ο κ. Σόιμπλε έχουν συνεργαστεί με εξαιρετικό και αποτελεσματικό τρόπο για να αποφευχθεί το Grexit και να διατηρηθεί η ενότητα της ευρωζώνης. Για την ακρίβεια, έχουν λάβει όλα τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα ώστε να μπορούν να χειριστούν τους λανθασμένους χειρισμούς και εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Ο εμπνευστής της καταστροφικής οικονομικής στρατηγικής για την Ελλάδα τους τελευταίους έξι μήνες κ. Γιάνης Βαρουφάκης, απέτυχε ολοκληρωτικά να συνειδητοποιήσει ότι η κ. Μέρκελ και κ. Σόιμπλε θα ήταν προετοιμασμένοι για ένα Grexit – έστω και αν δεν ήθελαν να συμβεί κάτι τέτοιο. Έτσι, ενώ οι τελευταίοι υπερασπίζονταν την ενότητα της ευρωζώνης, άφησαν την ελληνική κυβέρνηση να αποφασίσει τι θέλει: ευρώ ή δραχμή.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας – αν και πολύ αργά – αναγνώρισε το λάθος του και προσγειώθηκε στην πραγματικότητα με επώδυνο τρόπο. Πλέον, η κ. Μέρκελ και ο κ. Σόιμπλε εργάζονται σκληρά για να εγγυηθούν το μέλλον της Ελλάδας στο ευρώ ακολουθώντας το γράμμα του νόμου. Από τη στιγμή που ο κ. Τσίπρας έστειλε μια νέα πρόταση με μέτρα λιτότητας και μεταρρυθμίσεις στην Τρόικα, προσπαθούν να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) να αποδεχθεί το αίτημα της Ελλάδας για ένα νέο δάνειο .
Σύμφωνα με το άρθρο 13 της Ιδρυτικής Συνθήκης του ESM, η βιωσιμότητα του χρέους μιας χώρας, η οποία αιτείται δανείου, πρέπει πρώτα να αξιολογείται. Ως γνωστόν, το ΔΝΤ αμφιβάλλει για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, προσθέτοντας ακόμα μία προβληματική διάσταση στις διαπραγματεύσεις. Η Γερμανία καθώς και οι άλλες χώρες της ευρωζώνης δεν επιτρέπεται να αποδεχθούν ένα κλασικό κούρεμα. Αυτό απαγορεύεται από την «ρήτρα μη-διάσωσης» της Συνθήκης της Λισαβόνας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αναζητούν πώς θα μπορούσαν να απομειώσουν το ελληνικό χρέος κατά τρόπο που θα είναι νόμιμος και αποτελεσματικός. Τεχνικές μέθοδοι περιλαμβάνουν το λεγόμενο reprofiling και παράταση των προθεσμιών λήξης για την αποπληρωμή των δανείων του EFSF.
Ενώ, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να ξεπεράσει τα εσωτερικά της προβλήματα και να παραδεχθεί δημοσίως την αλήθεια μετά από μήνες ψεμάτων, η κ. Άνγκελα Μέρκελ και ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε βάζουν τις τελευταίες – και πιο κρίσιμες πινελιές – για τη διαφύλαξη του ευρωπαϊκού μέλλοντος της Ελλάδας.
Γιώργος Ν. Τζογόπουλος