Του Δρος Κωνσταντίνου Λαμπρόπουλου, Συνεργάτη του Geneva Centre for Security Policy
Η πρόσφατη συμφωνία για την αγορά του τερματικού σταθμού Kumport στην Κωνσταντινούπολη από κινεζική κοινοπραξία εντάσσεται στο πλαίσιο της βελτίωσης των σινοτουρκικών σχέσεων, καθώς οι δύο χώρες αναζητούν νέους δρόμους συνεργασίας στη Ευρασία. Ειδικότερα, η στρατηγική του Πεκίνου, καθώς προσπαθεί να προσεγγίσει τη Δύση , βασίζεται στην επιθυμία του να αναζωογονήσει τον αρχαίο Δρόμο του Μεταξιού μέσα από την πραγματοποίηση έργων υποδομής σε λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρόμους αυτοκινητοδρόμους αλλά και στο πεδίο της ενέργειας.
Η Κίνα θεωρεί πως η Τουρκία μπορεί να διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο για την υλοποίηση της πολιτικής «Ένας Μανδύας – Ένας Δρόμος» σε γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Και αυτό γιατί αποδίδει ιδιαίτερα σημασία στην εδαφική ακεραιότητα της επαρχίας Σιντζιάνγκ και την πιθανή συμβολή της Τουρκίας στην άμβλυνση της έντασης μεταξύ της ίδιας και των Μουσουλμάνων Ουιγούρων τουρκικής καταγωγής. Από τη δική της πλευρά, η Άγκυρα κοιτάει προς Ανατολάς, αναζητώντας νέες συμμαχίες και εναλλακτικές λύσεις πέρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και έτσι βλέπει με πολύ καλό μάτι την ισχυροποίηση των δεσμών της με την Κίνα.
Όσον αφορά το θέμα της Σιντζιάνγκ, η Τουρκία συνεργάζεται με την Κίνα με γνώμονα τα οικονομικά συμφέροντά της, όπως είναι για παράδειγμα οι διμερείς εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες και η δημιουργία τουρκικής βιομηχανικής ζώνης στην κινεζική αυτή επαρχία. Ακολούθως, η Τουρκία συνεργάζεται με τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης ως εταίρος για τη συζήτηση διάφορων θεμάτων, χωρίς να αποκλείεται η πλήρης ένταξή της στο μέλλον. Επίσης, το 2013 επέλεξε μία κινεζική εταιρεία την κατασκευή ενός αμυντικού πυραυλικού συστήματος ύψους 3,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Συνεπώς, η αγορά του τερματικού σταθμού Kumport αποτελεί ακόμα μία ένδειξη της σύσφιγξης των σινοτουρκικών σχέσεων. Παρά το γεγονός ότι η εν λόγω συμφωνία αξιολογείται από το ΤΑΙΠΕΔ ως συμπληρωματική της κινεζικής επένδυσης στο λιμάνι του Πειραιά, ο αντίκτυπος κάθε άλλο παρά είναι μικρός. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ελληνική αγορά εξακολουθεί να υποφέρει από τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων. Επιπροσθέτως, η εγκατάσταση στην Τουρκία έχει το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης εγχώριας ζήτησης αλλά και ενός καλύτερου σιδηροδρομικού δικτύου προς την Ανατολική Ευρώπη.
Ανακεφαλαιώνοντας, η προναφερθείσα αγορά συνδέεται με την επιθυμία της Κίνας να συνεργαστεί με την Τουρκία τόσο στο ζήτημα της Σινζτιάνγκ όσο και σε αυτό της υλοποίησης του νέου Δρόμου του Μεταξιού. Συνδέεται, επίσης, με τη διάθεση της Άγκυρας να ενισχύσει την οικονομία της και να επωφεληθεί από τις άμεσες κινεζικές επενδύσεις. Μακροπρόθεσμα, μάλιστα, η συγκεκριμένη επένδυση στον τερματικό σταθμό Kumport θα μπορούσε να επεκταθεί περισσότερο – σε σύγκριση με αυτή του Πειραιά.