Γράφει ο Γ. Τζογόπουλος
Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση συνδέεται συνήθως με τις περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές. Μεγάλο, ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει ο αντίκτυπός της στον τομέα των στρατιωτικών δαπανών, τουλάχιστον σε χώρες της Δύσης. Όπως, λοιπόν, δείχνουν τα στοιχεία που παρουσιάζει το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης για το 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να μειώνουν τον αμυντικό προϋπολογισμό τους. Συγκεκριμένα, ενώ το 2013 είχαν ξοδέψει 640 δις δολάρια για την άμυνά τους, πέρυσι δαπάνησαν τριάντα δις δολάρια λιγότερα. Σε μείωση – για λόγους που δε συνδέονται με την κρίση αλλά με την στιγματισμένη ιστορία της χώρας – προέβη και η Γερμανία, καθώς από 48.8 δις δολάρια το 2013, ξόδεψε πέρυσι 46.5 δις. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία άλλες σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Αγγλία και η Γαλλία κατάφεραν για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια να αυξήσουν τα κονδύλια τους για την άμυνα. Η πρώτη ξόδεψε το 2014 60.5 δις έναντι 57.9 δις το 2013 και η δεύτερη 62.3 δις έναντι 61.2 δις μία χρονιά νωρίτερα. Το ίδιο ισχύει για χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης αν και τα δικά του απόλυτα νούμερα είναι πολύ μικρότερα.
Συνολικά οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ανήλθαν σε 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2014, σημειώνοντας μια πτώση της τάξης του 0,4% σε σχέση με το 2013. Η σχετικά μικρή αυτή πτώση παρά τις μεγάλες περικοπές στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποδίδεται κατά μείζονα λόγο στην αύξηση των στρατιωτικών εξόδων σε χώρες που δεν ανήκουν στη Δύση. Γίνεται λόγος για την Κίνα, τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία. Ειδικότερα, η Κίνα αύξησε τις δαπάνες της από 188 δις σε 216 δις, η Ρωσία από 58.4 δις σε 84.5 δις και η Σαουδική Αραβία από 67.8 δις σε 80.8 δις.
Tο προβάδισμα των ΗΠΑ
Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να μειώνουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες σε αντίθεση με την Κίνα και τη Ρωσία, εξακολουθούν να ξοδεύουν πολύ περισσότερο συγκριτικά. Συγκεκριμένα, η Ουάσιγκτον καταλαμβάνει το 34% των συνολικών στρατιωτικών δαπανών σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ το Πεκίνο το 12% και η Μόσχα το 4.5%. Τα ποσοστά αυτά από μόνα τους δείχνουν ότι η Αμερική δεν έχει αντίπαλο. Βέβαια, τα δεδομένα τη σημερινή εποχή δεν είναι τα ίδια όπως την περίοδο της έναρξης του Ψυχρού Πολέμου, καθώς ένα πυρηνικό χτύπημα μπορεί να αποβεί μοιραίο. Η αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών αποσκοπεί κυρίως στην ενίσχυση της δυνατότητας αποτροπής παρά στην πρακτική χρησιμοποίηση τους. Ακόμα, δηλαδή, και αν το Κογκρέσο που ελέγχεται σήμερα από τους Ρεπουμπλικάνους πιέσει τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, το δόγμα αυτό δεν πρόκειται να μεταβληθεί.
Η κινεζική πολιτική
Αν και η Κίνα ξοδεύει πολύ λιγότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αποφασιστικότητά της να αυξάνει διαρκώς το στρατιωτικό της προϋπολογισμό. Η αποφασιστικότητά της αυτή συνδέεται με την επιθυμία της να αντιδράσει στην πολιτική που ακολουθεί η Ουάσιγκτον στην Ασία, η οποία αποτελεί εδώ και αρκετά χρόνια την προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής του Μπαράκ Ομπάμα. Όπως εξηγεί η Cai Jiannhong από την Κινεζική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών στην Επένδυση, «το Πεκίνο προσπαθεί να αντιδράσει στην πολιτική της περικύκλωσής του στην Ασία από άλλες χώρες που είναι φιλικές προς την Ουάσιγκτον». Η αντίδραση αυτή έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι το στρατιωτικό, όπως επιβεβαιώνει η προαναφερθείσα έρευνα και το δεύτερο οικονομικοπολιτικό όπως φαίνεται από τη διαρκή προώθηση του σχεδίου για την αναβίωση του Δρόμου του Μεταξιού όχι μόνο στην Ασία αλλά και την Ευρώπη.
Η ρωσική πολιτική
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική της Ρωσίας να αυξάνει τα στρατιωτικά έξοδα της αντικατοπτρίζει την επιθυμία του προέδρου της Βλαντιμίρ Πούτιν για ενίσχυση της διεθνούς θέσης της χώρας του. Πολύ πριν από την ουκρανική κρίση ο Πούτιν είχε γράψει σε άρθρο του στο περιοδικό Foreign Policy πως η Μόσχα πρέπει να είναι έτοιμη να επιλύει τα προβλήματα που ανακύπτουν με κάθε τρόπο ακόμα και αν αυτός δεν είναι διπλωματικός ή οικονομικός. «Δεν θα είμαστε σε θέση να βελτιώσουμε τη θέση μας και να αναπτύξουμε την οικονομία και τους δημοκρατικούς θεσμούς μας αν δεν μπορούμε να προστατεύσουμε τη χώρα μας» είχε γράψει χαρακτηριστικά. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρωσία έχει ξεκινήσει τη σταδιακή αύξηση του στρατιωτικού της προϋπολογισμού από το 2008, όταν ξεκίνησε η κρίση στη Νότιο Οσετία. Και βέβαια η κατάσταση σήμερα είναι πολύ πιο περίπλοκη με την ουκρανική κρίση. Μέσα το πλαίσιο αυτό, ακόμα και η Ουκρανία που μαστίζεται από οικονομικά προβλήματα προχώρησε πέρυσι σε αύξηση των στρατιωτικών της δαπανών κατά 20% σύμφωνα με Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης.
Εξαγωγές-εισαγωγές όπλων
Εκτός από τις στρατιωτικές δαπάνες αυτές καθεαυτές, η προσοχή πρέπει, παράλληλα, να στραφεί και προς τις εξαγωγές όπλων. Μελέτη του ίδιου σουηδικού ερευνητικού κέντρου δείχνει ότι την τελευταία τετραετία, μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων, με μερίδιο αγοράς 31 % παραμένουν οι ΗΠΑ. Τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει η Ρωσία με 27 % των παγκόσμιων εξαγωγών. Την τρίτη θέση παίρνουν η Κίνα και η Γερμανία με 5%, ακολουθεί η Βρετανία με 4% και η Ισπανία και Ιταλία με 3%. Όσον αφορά τις εισαγωγές όπλων, την πρώτη θέση καταλαμβάνει την τελευταία τετραετία η Ινδία με 15%, και ακολουθούν η Σαουδική Αραβία και η Κίνα με 5%, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Πακιστάν και η Αυστραλία με 4% και η Τουρκία με 3%.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά στην Επένδυση της 18ης Απριίου 2015